- διορθώμενος
- διορθόωmake straightpres part mp masc nom sg (doric aeolic)διορθόωmake straightpres part mp masc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισκευαστός — ἐπισκευαστός, ή, όν (Α) [επισκευάζω] επισκευασμένος, διορθωμένος … Dictionary of Greek
διορθώνομαι — διορθώνομαι, διορθώθηκα, διορθωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διορθώνω — διόρθωσα, διορθώθηκα, διορθωμένος 1. αποκαθιστώ την τάξη, απαλλάσσω από σφάλματα: Ο καθηγητής διορθώνει τα γραπτά. 2. βελτιώνω, επισκευάζω κάτι: Η συμπεριφορά του δε διορθώνεται με τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)